Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Πέντε νέοι σολίστες διεκδικούν την προσοχή μας

Οι πέντε σολίστες στην συναυλία της ΚΟΑ: ο κιθαριστής Ιωάννης Ανδρόγλου, η αρπίστρια Σίσσυ Μακροπούλου, ο βιολιστής Λεονίντα Κόζα και οι πιανίστες Νεφέλη Μούσουρα και Δημήτρης Μαρίνος

Του ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ "Ελευθεροτυπία 19/10/2010"

Ντοκιμαντέρ που παρουσιάζει ομαδικούς γάμους αφρικανικών φυλών θυμίζει η μεθόδευση με την οποία η καλλιτεχνική διεύθυνση της ΚΟΑ συστήνει, στους φιλόμουσους, επιλεγμένους νέους σολίστες.
Κυριολεκτικά τούς στοιβάζει στις πρώτες και τελευταίες συναυλίες κάθε χρονιάς. Τέτοιες συναυλίες ασφαλώς δεν στερούνται ενδιαφέροντος, ωστόσο αδικούν τους παρουσιαζόμενους, υποβάλλοντάς τους άνευ λόγου σε ισοπεδωτικά επάλληλες αντιπαραβολές.
Επιπλέον, διαβάζοντας τα βιογραφικά των πέντε μουσικών αυτής της συναυλίας, όπως και εκείνα των τεσσάρων του περασμένου Ιουνίου, εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιοι εξ αυτών θα επιμείνουν στην ανάπτυξη σταδιοδρομίας ως σολίστες συναυλιών; Φυσικά η ερώτηση και δεν έχει οριστική απάντηση.
Ομως οι ενδείξεις είναι αρκετά σαφείς και, ως τέτοιες, καθιστούν μάλλον ασαφές το γιατί αυτοί -ή κάποιοι εξ αυτών- κατευθύνονται να συμμετάσχουν σε μια μαζική «συναυλία νέων καλλιτεχνών» και όχι σε μία «κανονική»...
Παρέλαση ταλέντων
Ολα τα παραπάνω ίσχυαν για τη δεύτερη συναυλία της ΚΟΑ υπό τον Βύρωνα Φιδετζή στην αρχή της περιόδου 2010-11 (8/10/2010) -το σύνολο περιμένει από τις 30 Ιουλίου διορισμό νέου καλλιτεχνικού διευθυντή από το ΥΠΠΟΤ.
Η βραδιά ξεκίνησε απολαυστικά με τη σύνθεση «Andante spianato et Grande Polonaise brillante» για πιάνο και ορχήστρα του Σοπέν. Ικανότατη πιανίστρια, με άριστη συναίσθηση του ύφους της μουσικής και φανερές ανέσεις δεξιοτεχνίας, η Νεφέλη Μούσουρα ερμήνευσε τα δύο σαφώς διακριτά μέρη με αντίστοιχα ξεκάθαρες διαφοροποιήσεις. Το μεν ασυνόδευτο πρώτο δόθηκε ως «Νυχτερινό», δηλαδή χαμηλόφωνα, λυρικά, με αιθέριες φωτοσκιάσεις και ρευστή, ταιριαστά τραγουδιστή μελωδική φραστική, το δε δεύτερο ως εξωστρεφές, λαμπερό, δεξιοτεχνικό κομμάτι κοντσέρτου, με σφριγηλά αρθρωμένη, χορευτική φραστική και ρωμαλέες εξάρσεις δυναμικής.
Ακολούθως ο Λεονίντα Κόζε έπαιξε το «Κοντσέρτο για βιολί» (1939-41) του Μπάρμπερ. Οχι άστοχα, ο ανερχόμενος Αλβανός βιολιστής προσέγγισε το γλυκερό, καθυστερημένα (νεο)ρομαντικό κοντσέρτο του υπερτιμημένου Αμερικανού συνθέτη με αυστηρότητα, τεχνική ακρίβεια και συναισθηματική συγκράτηση.
Αν η προσέγγιση αυτή δεν ευνόησε το κοινότοπα μελωδικό Allegro, που πρόβαλε εκφραστικά κάπως στεγνό και αβέβαιο, «έσωσε» όμως το εσωστρεφές Andante, προσδίδοντας υποβλητικά πυρετώδη ένταση στα σόλι του βιολιού. Ομοίως ευτύχησε και το σύντομο, δεξιοτεχνικό Presto in moto perpetuo που παίχτηκε ακριβώς όπως ταίριαζε: αριστοτεχνικά και σβέλτα, με εστιασμένο ήχο και αψεγάδιαστη ακρίβεια.
Το δεύτερο μισό της βραδιάς ξεκίνησε με δυο κοντσέρτα για νυκτά όργανα. Ο Ιωάννης Ανδρόγλου πρότεινε το δημοφιλές «Κοντσέρτο Αρανχουέθ» του Ροντρίγκο.
Υποστηριζόμενος από υποδειγματικά ισορροπημένη ηλεκτρονική ενίσχυση του ήχου του σολιστικού οργάνου, ο Γιαννιτσιώτης κιθαρίστας διέπλασε μια εκτέλεση ιδιαίτερα προσεκτική και ακριβή, αν και όχι με την αναμενόμενη συγκινησιακή αμεσότητα. Με φόντο τη νευρώδη ορχηστρική, καλοεστιασμένη συνοδεία της ΚΟΑ, το αναλυτικό παίξιμό του υπηρέτησε τη δημοφιλή παρτιτούρα του Ισπανού συνθέτη με μια ακτινογραφικής διαφάνειας και καθαρότητας ανάγνωση.
Η απόλαυση
Στο περιπαθές, λυρικό Adagio, πασίγνωστο στην Ελλάδα της δεκαετίας του '60 ως εισαγωγικό σήμα πρωινού ραδιορομάντζου, ο σολίστας παρέλαβε το κύριο θέμα από το υπέροχα ελεγειακό αγγλικό κόρνο της Χριστίνας Παντελίδου.
Ακολούθησε ο «Ιερός και κοσμικός χορός» για άρπα και έγχορδα του Ντεμπισί. Στο αιθέριο και σύντομο αυτό αριστούργημα του μουσικού εμπρεσιονισμού χάρισε τελειοθηρικά πλασμένη ανάγνωση η 25χρονη Σίσσυ Μακροπούλου· ακριβές, νευρώδες, ρυθμικά σφριγηλό δίχως περιττούς τονισμούς, το παίξιμό της πρόσφερε καθαρή απόλαυση.
Η συναυλία ολοκληρώθηκε με τη «Γαλάζια Ραψωδία» του Γκέρσουιν. Το εμβληματικό για την αμερικανική μουσική του μεσοπολέμου έργο τοποθετήθηκε στο τέλος προφανώς για να κερδίσει -ή μάλλον να διασκεδάσει- τις εντυπώσεις από την αλλεπάλληλη διαδοχή κοντσέρτων.
Ομως η εκτέλεση ήταν συνολικά μέτρια. Αρχής γενομένης με την υφολογικά ατελή απόδοση της περίφημης σολιστικής εισαγωγής από το κλαρινέτο, ο Φιδετζής δεν μπόρεσε να αντλήσει από την ΚΟΑ ούτε το υφέρπον ρυθμικό λίκνισμα ούτε το ειδικό βάρος ήχου -απομίμηση λαμπερού ήχου Big Band- που απαιτεί το πασίγνωστο αυτό υβρίδιο συμφωνικής τζαζ.
Από μέρους του, όπου κυριαρχούσε αδιαπραγμάτευτα το πιάνο -π.χ. η νωχελική, σαν αυτοσχεδιαστική έκθεση του βασικού θέματος ή οι γεμάτες ορμή, καταιγιστικές παράγραφοι που οδηγούν στο φινάλε- ο πιανίστας Δημήτρης Μαρίνος απέδειξε ότι κατανοεί καλά τη σύνθετη ταυτότητα της πολλαπλά υβριδικής μουσικής του Γκέρσουιν και κατέχει τη δεξιοτεχνική επάρκεια να την αναδείξει· όμως, στις παραγράφους με ορχήστρα ο κάπως αδύναμος ήχος του χανόταν ολοκληρωτικά. *

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου